Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Εκπαίδευση και Σχολεία στο Βυζάντιο

Εκπαίδευση και Σχολεία στο Βυζάντιο


Η παιδεία και οι γυναίκες.
Πάντως, οι γνώσεις μας για την παιδεία των αγοριών στο Βυζάντιο είναι αρκετές, οπωσδήποτε περισσότερες από όσα γνωρίζουμε για την εκπαίδευση των κοριτσιών. Οι ιστορικές πηγές γύρω από αυτό το θέμα είναι περιορισμένες. Έτσι δεν γνωρίζουμε με πληρότητα τι δυνατότητες υπήρχαν για την μόρφωση των γυναικών, αν και στη Βυζαντινή Ιστορία αναφέρονται πολλές μορφωμένες γυναίκες.
Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι δεν υπήρχαν πουθενά σχολεία γυναικών στο Βυζάντιο και κατά κανόνα τα κορίτσια δεν είχαν την ίδια εκπαίδευση με τους άνδρες. Άλλοι όμως ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη από τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατό στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση), για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια, που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους, αλλά οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε σε ανώτατο Πανεπιστήμιο. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως η Υπατία (370-415 μ.Χ.) στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό πανεπιστήμονος γυναίκας, η Πουλχερία, η αδερφή του Θεοδοσίου Β΄, και η σύζυγός του Αθηναίδα-Ευδοκία, κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου (Ε΄ αιώνος), η οποία συντέλεσε στη σύνταξη των νόμων του, η ποιήτρια Κασσιανή (Θ΄ αιώνος), σπουδαία υμνωδός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα η Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου Αλεξιάς, όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Αυτή ήταν ερασιτέχνης γιατρός και, σύμφωνα με τις πηγές, γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός. Κι άλλες γυναίκες, εκτός από την παραπάνω, υπήρχαν, που είχαν αρκετές και σοβαρές γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν, όπου όμως είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.

Τα Ανώτερα Πνευματικά Ιδρύματα.
Πολύ πριν ιδρυθεί το πρώτο πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, πολλές άλλες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν φημισμένες για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές τους, όπως η Αθήνα για την ακαδημία της, σπουδαία φιλοσοφική σχολή, η Αλεξάνδρεια για το Μουσείο της, όπου διδάσκονταν η φιλοσοφία, τα μαθηματικά, η ιατρική κ.λ.π. Αξιόλογα πνευματικά κέντρα υπήρχαν επίσης στη Συρία, όπως η Βηρυτός με την περίφημη νομική σχολή, που ο μέγας ρήτορας Λιβάνιος την ονόμαζε «Μητέρα των Νόμων», η Αντιόχεια και η Έδεσσα με τις Θεολογικές σχολές και η Γάζα της Παλαιστίνης με την φημισμένη σχολή ρητόρων και ποιητών, που συνέβαλε ιδιαίτερα στην πρόοδο της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής εκείνης.
Η Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, δεν διέθετε εκπαιδευτική παράδοση. Είναι βέβαιο, όμως, ότι πολλοί γραμματικοί, ρήτορες, ίσως και φιλόσοφοι, συγκεντρώθηκαν εκεί. Γι’ αυτό, εξάλλου, υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι η οργάνωση της ανώτερης εκπαίδευσης άρχισε από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτό, όμως, δεν βεβαιώνεται από συγκεκριμένες μαρτυρίες. Αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Κωνσταντινούπολη έγινε πνευματική πρωτεύουσα στους χρόνους του Κωνσταντίνου Β΄(337-361), καθώς συγκεντρώθηκαν πολλοί διάσημοι δάσκαλοι, που άνοιξαν εκεί σχολές και προσέλκυσαν πολλούς ακροατές. Οι πιο σπουδαίοι ήταν ο Λιβάνιος και ο Θεμίστιος, ειδωλολάτρες και οι δύο. Ο τελευταίος μάλιστα, ως καθηγητής της φιλοσοφίας, κατέστησε την Κωνσταντινούπολη τόπο παιδείας (κοινόν παιδεύσεως καταγώγιον), όπως γράφει σε επιστολή του προς τη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης ο ίδιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος.
Στον τομέα της παιδείας άξιος διάδοχος του Κωνσταντίνου στάθηκε ο Ιουλιανός που με την αγάπη του για τα αρχαία γράμματα και την ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη της κλασικής παιδείας κατέστησε οριστικά την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα πνευματική πόλη.
Φυσική συνέπεια όλων αυτών υπήρξε η δια νόμου ίδρυση του πρώτου κρατικού «Πανεπιστημίου» στην Πόλη με το όνομα «Πανδιδακτήριον». Το Φεβρουάριο (26) του 425 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός, εξέδωσε το περίφημο διάταγμα, που κανόνιζε όλα όσα αφορούσαν την ανώτατη αυτή Σχολή μετά την προτροπή της γυναίκας του Αθηναϊς -Ευδοκίας και των πρώτων διδασκάλων 7 σοφών που την ακολούθησαν από την Αθήνα , τους Κράνος, Κάρος, Πέλωψ, Νερούας, Σιλβανός, Απελής, και Κύρβος. Στο Πανδιδακτήριο διδάσκονταν η φιλολογία, η ρητορική και το ρωμαϊκό δίκαιο, η γραμματική και η φιλοσοφία, όχι όμως και η Θεολογία ,η οποία διδάσκονταν στην Πατριαρχική Σχολή πολύ νωρίς (5ο αιώνα). Το Πανδιδακτήριο από τότε που ιδρύθηκε και σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του πέρασε πολλές περιπέτειες. Διάφορα γεγονότα, πόλεμοι, επαναστάσεις, θρησκευτικές έριδες, επηρέασαν την πορεία της ανώτατης παιδείας. Έτσι ο σφετεριστής του θρόνου με στρατιωτική εξέγερση αυτοκράτορας Φωκάς (602-610) έκλεισε το Πανδιδακτήριο, το οποίο -όμως- αναβίωσε αμέσως από τον Ηράκλειο (610-641). Την περίοδο της εικονομαχίας διαταράχτηκε σοβαρά η λειτουργία του αλλά δεν έκλεισε. Έτσι οι Ίσαυροι φαίνεται πως το ονόμασαν «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».
Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός Α΄, επιθυμώντας να κυβερνά σε ένα κράτος χριστιανικό, απαγόρευσε την ειδωλολατρία. Έτσι έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών επειδή ήταν προπύργιο της ειδωλολατρικής παιδείας. Ωστόσο ο ίδιος δεν έθιξε την άλλη φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας, το «Μουσείον», αλλά αντίθετα την ενίσχυσε. Μεγάλη ώθηση έδωσε επίσης στις νομικές σπουδές αυξάνοντας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης τη διδασκαλία τους σε πέντε χρόνια.
Αργότερα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μιχαήλ Γ΄, έγινε μια σοβαρή πρόοδος στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης. Τότε ο Καίσαρας Βάρδας ίδρυσε και οργάνωσε ανώτατη σχολή όπου διδάσκονταν η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία». Η φοίτηση ήταν για τους σπουδαστές δωρεάν. Επειδή αυτό το νέο πνευματικό ίδρυμα εγκαταστάθηκε στο ανάκτορα της Μαγναύρας πήρε το όνομά του από αυτό και έγινε γνωστό ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Σπουδαίες πνευματικές μορφές της εποχής συνδέθηκαν με το ίδρυμα αυτό, όπως ο Λέων μαθηματικός και φιλόσοφος, που διετέλεσε διευθυντής του και ο Φώτιος ο Πατριάρχης που -πιθανότατα- δίδαξε εκεί, και ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος -απόστολος των Σλάβων- που φοίτησε εκεί.
Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας αναδιοργανώνεται. Ο λόγιος αυτός βασιλέας, συνεχίζοντας με ζήλο την πολιτιστική παράδοση ανακαίνισε το Πανδιδακτήριο και πρόσφερε υλική και ηθική ενίσχυση σε διδάσκοντες και σπουδαστές.
Κατά τον 11ο αιώνα η ανώτερη μόρφωση είχε παραμεληθεί. Μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ψελλό ζήτησε να γίνουν μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση. Απαιτούσαν να ιδρυθεί ένα είδος νομικού Λυκείου ή Ακαδημίας, ξεχωριστά από την φιλοσοφική σχολή γενικής μόρφωσης. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) μεταρρύθμισε με διάταγμα το Πανδιδακτήριο ιδρύοντας δύο ξεχωριστές σχολές, τη Νομική σχολή με το όνομα «Διδασκαλείον των νόμων» και την Φιλοσοφική με το όνομα «Γυμνάσιον». Σκοπός της πρώτης ήταν να διδάσκεται συστηματικά η νομική επιστήμη για τη δημιουργία ολοκληρωμένων νομικών δικαστών και κρατικών υπαλλήλων. Διευθυντής της έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, ο Νομοφύλαξ του κράτους. Τη Φιλοσοφική σχολή διηύθυνε ο περίφημος Μιχαήλ Ψελλός. Σε αυτή διδάσκονταν κλασικοί συγγραφείς, ρητορική, διαλεκτική, μαθηματικά, αστρονομία, θεωρητική μουσική και θεολογία. Η σχολή αυτή έδωσε τεράστια ώθηση στη διανοητική ανάπτυξη και την φιλοσοφική σκέψη στο Βυζάντιο.
Οι πανεπιστημιακές αυτές σχολές λειτούργησαν μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα προσφέροντας πάρα πολλά. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204) και την ίδρυση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, οι αυτοκράτορές της σκέφτηκαν, για να «επανιδρύσουν» την εκπαιδευτική παράδοση, να μεταφέρουν την ανώτερη παιδεία στη Νίκαια. Εκεί, έλαβαν μέτρα ενίσχυσης των γραμμάτων και των επιστημών με την ίδρυση βιβλιοθηκών και την πρόσκληση σπουδαίων καθηγητών της ιατρικής, των μαθηματικών, της ρητορικής κ.ά. Ο Ιωάννης Βατάτζης (1225-1254), αυτοκράτορας της Νίκαιας ίδρυσε και σχολή Φιλοσοφίας υπό τη διεύθυνση του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ενός από τους πιο αξιόλογους φιλοσόφους του Βυζαντίου. Η Νίκαια την εποχή εκείνη έγινε σπουδαίο κέντρο σπουδών και έφτασε σε μεγάλη ακμή.
Η προσπάθεια να διατηρηθεί η ανώτατη εκπαίδευση συνεχίστηκε και μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς (1261). Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) ανέθεσε στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, να αναλάβει τη διεύθυνση του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ως καθηγητής της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη να διδάξει στο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον» την Κωνσταντινούπολης τα ανώτερα μαθήματα της «τετρακτύος», δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Ο Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282-1328) όρισε τον Θεοδόσιο Μετοχίτη, έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του Βυζαντίου να προΐσταται της ανώτατης παιδείας.
Τέλος, επί Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου (1425-1448) ιδρύθηκε το τελευταίο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το «Καθολικόν Μουσείον» από τον Ιωάννη Αργυρόπουλο (1415-1487), λόγιο και κληρικό, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες σοφούς που συντέλεσε στην αναγέννηση των κλασικών σπουδών στην Ιταλία. Αυτός δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας (1441-1444) πριν έρθει να διδάξει στην Κωνσταντινούπολη. Στο ίδρυμα αυτό δίδαξε επίσης ο Γεώργιος Σχολάριος (1405-1468), ανώτερος δικαστής, μέλος της συγκλήτου και μετά την άλωση ο οικουμενικός πατριάρχης με το όνομα Γεννάδιος.
Τέλος, πρέπει να αναφερθούν οι σπουδαίοι βυζαντινοί ποιητές, όπως ο Ρωμανός ο μελωδός, ο αποκαλούμενος Πίνδαρος και Δάντης της Βυζαντινής υμνογραφίας, ο Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης, ο Κοσμάς ο μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας, εξαιρετικός υμνογράφος και πατέρας της σχολαστικής φιλοσοφίας, που βοηθούν στην πνευματική ανάκαμψη της αυτοκρατορίας κατά τις δύσκολες εποχές του 7ου, 8ου, και 9ου αιώνα. Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει επίσης σπουδαίους ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Πατριάρχης Σέργιος και ο μεταγενέστερος Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος οργάνωσε στο μοναστήρι του Στουδίου κέντρο αντιγραφής βιβλίων και αρχαίων κωδίκων. Όλοι αυτοί θα οδηγήσουν στην αναγέννηση των γραμμάτων και στην εμφάνιση του πρώτου βυζαντινού ανθρωπισμού.

1 σχόλιο:

  1. Γυναίκα υψηλής κοινωνικής τάξης μαρτυρεί το άγαλμα που βρέθηκε στου Μακρυγιάννη και που ταυτίζεται με την Αυγούστα Ευδοκία. Το πρόσωπό της, εξηγεί η επ. έφορος αρχαιοτήτων δρ Αλκηστις Χωρέμη - Σπετσιέρη θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στην αυλή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄, τον οποίο νυμφεύτηκε το 421. Ομορφη, εκπαιδευμένη στη φιλοσοφία και τη ρητορική από τον πατέρα της σοφιστή Λεόντιο Αθηναΐδα, βαφτίστηκε χριστιανή με το όνομα Ευδοκία και προώθησε τα γράμματα στην Αθήνα. Φέρεται να έχτισε στην Αρχαία Αγορά το Παλάτι των Γιγάντων και πιθανότατα τη μνημειώδη εκκλησία μέσα στη Βιβλιοθήκη Αδριανού, τον 5ο αι. Η Ευδοκία είχε τιμηθεί με άγαλμα και στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, το οποίο, σύμφωνα με έμμετρο επίγραμμα, έστησε ο σύζυγός της Θεοδόσιος Β΄. Η επιγραφή χρονολογείται αμέσως μετά το γάμο της Ευδοκίας με τον Θεοδόσιο Β΄ το 421-423 που ανακηρύχθηκε Αυγούστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή